- ἐβίασα
- ἐβίᾱσα , βιάωconstrainaor ind act 1st sg (attic)ἐβίᾱσα , βιάωconstrainaor ind act 1st sg (doric aeolic)βιάζωconstrainaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπιάζω — (Μ κοπιάζω) 1. καταβάλλω κόπο, μοχθώ, κουράζομαι («κόπιασε πολύ για να μεγαλώσει τα παιδιά της») 2. πηγαίνω κάπου νεοελλ. φρ. α) (η προστακτική φιλοφρονητικά) i) «κοπιάστε να φάμε» ελάτε να φάμε ii) «κόπιασε μέσα» πέρασε, έλα μέσα β) (η… … Dictionary of Greek